ναυτιλλόμενος

ναυτιλλόμενος
ναυτίλος ο уст. моряк, мореплаватель, мореход

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ναυτιλλόμενος" в других словарях:

  • ναυτιλλόμενος — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσιπόρος — ο (Α ναυσιπόρος, ον) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, ο ναυτιλλόμενος αρχ. (για κουπιά) αυτός που καθιστά τα πλοία ικανά να ταξιδεύουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα». Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλλομαι — (ΑΜ ναυτίλλομαι) [ναυτίλος] είμαι ναυτίλος ασχολούμαι με τη ναυσιπλοΐα, θαλασσοπορώ νεοελλ. (το αρσ. μτχ. ως ουσ.) ο ναυτιλλόμενος ο εξ επαγγέλματος ασχολούμενος με την εμπορική ναυτιλία αρχ. (για το μαλάκιο ναυτίλος) πλέω …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλλομαι — είμαι ναυτικός, ταξιδεύω με πλοίο, κυρίως στη μτχ. ναυτιλλόμενος, η, ο ο επαγγελματίας ναυτικός, ο θαλασσοπόρος, αλλ. θαλασσινός, ναυτίλος: Οδηγίες για τους ναυτιλλομένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»